σκαριφάομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαριφάομαι
- ξύνω, χαράζω, σκάβω, σκαλίζω, γράφω πάνω σε κάποιο σώμα μια λεπτή χαραγή, σχεδιάζω επιπολαίως, σκιαγραφώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκαριφισμός (έτσι χαρακτηρίζονται από τον Αριστοφανη στους "Βατράχους" οι διαλέξεις των φιλοσόφων = "λένε ό,τι τους κατεβάσει ο νους τους"
- σκαρίφημα