σλάιντς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σλάιντς ουδέτερο άκλιτο (και σλάιντ)
- φωτογραφική διαφάνεια η οποία περιέχει την εικόνα σε θετικό, συνήθως έχει παραχθεί από ειδικό φιλμ, βρίσκεται σε προστατευτικό πλαίσιο και χρησιμοποιείται για προβολή με ειδικό μηχάνημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πολλοί, όπως και για άλλες αγγλικές λέξεις, ακολουθώντας την αγγλική γραμματολογία, χρησιμοποιούν τον όρο μόνο για τον πληθυντικό ενώ για τον ενικός χρησιμοποιούν το: σλάιντ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σλάιντς
|