σμαλτώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σμαλτώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σμαλτώνω
  2. θα σμαλτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σμαλτώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σμαλτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σμάλτωση