σορτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σορτ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σορτ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του σορτς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σορτ
→ δείτε τη λέξη σορτς |