σπαργανώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σπαργανώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπαργανώνω
- θα σπαργανώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπαργανώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σπαργανώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπαργάνωση