στασιάσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στασιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στασιάζω
  2. θα στασιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στασιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

στασιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στασίαση