στερητικό μόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερητικό μόριο < στερητικό + μόριο

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

στερητικό μόριο

  • το πρόθημα που δηλώνει άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνει η λέξη από την οποία παράγεται, κυρίως το α- ή το αν-

Μεταφράσεις[επεξεργασία]