στιγμιαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιγμιαίως < (καθαρεύουσα) < (ελληνιστική κοινήστιμγιαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε στιγμιαί(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

στιγμιαίως

Πηγές[επεξεργασία]