στοιχειοθετώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
στοιχειοθετώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος στοιχειοθετώ
- ↪ Το έκανε, αλλά μόνον στοιχειοθετώντας το θα μπορέσεις να τον δεις επιτέλους κατηγορούμενο.