στουκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στουκάρω < στούκας

Ρήμα[επεξεργασία]

στουκάρω

  • συγκρούομαι (εννοείται συχνά ως οδηγός κινούμενου οχήματος αλλά όχι απαραίτητα) με κάποιο αντικείμενο με τρομερή ορμή
    πήγε και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]