στρατιῶτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατιῶτις < θηλυκό του στρατιώτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατιῶτις θηλυκό
- (ως επίθετο θηλυκού γένους) στρατιωτική
- πλοίο με στρατιώτες ("στρατιῶτις ναῦς")
Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1437