συγχύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συγχύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχύζω
  2. θα συγχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχύζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

συγχύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύγχυση