συγχύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]συγχύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχύζω
- θα συγχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχύζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]συγχύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύγχυση