συμπλεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]συμπλεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπλέω
- θα συμπλεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπλέω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]συμπλεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμπλευση