συντακτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντακτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συντακτικῶς (ελληνιστική κοινήσυντακτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε συντακτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

συντακτικώς

Πηγές[επεξεργασία]