συρρίκνωσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συρρίκνωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συρρικνώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συρρικνώνω