συρρικνώνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
συρρικνώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συρρικνώνω
- ↪ Συρρικνώνοντας τις αρμοδιότητές του, ξέχασες ότι μας ήταν απαραίτητος και τώρα τον χάσαμε.
- ↪ Δεν προσφέρουν τίποτα στον τόπο συρρικνώνοντας τους μισθούς.