συσχετίσθηκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.sçeˈti.sθi.ka/
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συσχετίσθηκα
- (επίσημο) α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος συσχετίζομαι