σωματοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος σωματοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

σωματοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]