ταγίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταγίνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταγίνι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ταγήνι
    ※  20ος αιώνας, Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα, Εκδόσεις: Ίκαρος, Αθήνα 1955, στ. 42 (34-42) @greek-language.gr
    Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
    Αγιοβασιλείτες καλογέροι
    κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
    κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
    τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
    Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
    και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
    Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
    που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]