ταγήνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταγήνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταγήνι ουδέτερο

  1. μερίδα τροφής ζώων
  2. (για ανθρώπους) σιτηρέσιο, συσσίτιο
  3. (μεταφορικά) ξύλο, μπερντάκι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]