ταινιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταινιόω < ταινία < τείνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ταινιόω - ταινιῶ (συνηρημένο)

  1. δένω ταινία, περνώ ταινία
  2. στεφανώνω (με ταινία)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ταινιόω δεν απαντάται σ΄ όλους τους χρόνους, συναντάται στον Θουκυδίδη (4, 121)