ταπεινώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ταπεινώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταπεινώνω
- θα ταπεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταπεινώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ταπεινώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταπείνωση