τασκεμπάπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τασκεμπάπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική taskebabı
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τασκεμπάπ ουδέτερο άκλιτο
- φαγητό από μοσχαρίσιο ή αρνίσιο κρέας που το τσιγαρίζουμε με κρεμμύδια, το βράζουμε μαζί με κρασί και πολτό ντομάτας και το σερβίρουμε συνήθως με ρύζι πιλάφι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τασκεμπάπ
|