ταχυδρομήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ταχυδρομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταχυδρομώ
- θα ταχυδρομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταχυδρομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ταχυδρομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταχυδρόμηση