ταχυδρομικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχυδρομικῶς < ταχυδρομικ(ός) + -ῶς (μαρτυρείται από το 1871)[1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ταχυδρομικῶς

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 982, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου