τερπνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

τερπνά < τερπν(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τερπνά

  • με ευχάριστο, τερπνό τρόπο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τερπνά