τερπνά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]τερπνά
- με ευχάριστο, τερπνό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τερπνά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τερπνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τερπνό