τεχνητώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνητώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τεχνητῶς < (ελληνιστική κοινήτεχνητός. Συγχρονικά αναλύεται σε τεχνητ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

τεχνητώς

Πηγές[επεξεργασία]