τζόκιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζόκιν < άμεσο δάνειο από την αγγλική jogging < jog
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζόκιν ουδέτερο άκλιτο
τζόκιν ουδέτερο άκλιτο