τηλαυγῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλαυγῶς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]τηλαυγῶς
- (ελληνιστική κοινή) (τροπικό επίρρημα) σαφώς, φανερά
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Congressu Eruditionis Gratia, 135, p. 539 M., @scaife.perseus
- καθάπερ δ’ οἱ σώματος ὀφθαλμοὶ πολλάκις μὲν ἀμυδρῶς πολλάκις δὲ τηλαυγῶς ὁρῶσι, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα τοτὲ μὲν ὑποσυγκεχυμένας καὶ ἀδήλους τοτὲ δὲ καθαρὰς καὶ τρανὰς δέχεται τὰς ἀπὸ τῶν πραγμάτων ἰδιότητας.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Κατά Μάρκον,
8.25 @scaife.perseus
- εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι. καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἐνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας.
- Έπειτα πάλι έθεσε τα χέρια του στα μάτια του και του έδωσε το φως του και έτσι αποκαταστάθηκε η όρασή του, και τους είδε όλους καθαρά.
- Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
- εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι. καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἐνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας.
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Congressu Eruditionis Gratia, 135, p. 539 M., @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τηλαυγής
Πηγές
[επεξεργασία]- τηλαυγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τηλαυγῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.