τηλεγραφικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]τηλεγραφικά < τηλεγραφικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]τηλεγραφικά
- με πολύ μεγάλη συντομία, σαν τηλεγράφημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεγραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τηλεγραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τηλεγραφικό