τοκίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοκίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τοκίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τοκίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]