του κάκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
του κάκου
- (προφορικό) χωρίς τελικά να υπάρχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, μάταια, εις μάτην
- ↪ Όλο το βράδυ πάσχιζε να βρει μια λύση. Του κάκου!
- ※ Νίκος Καββαδίας, συλλογή Μαραμπού, «William George Allum», προτελευταία στροφή:
Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές …
Του κάκου· γνώριζεν αυτός —καθώς το ξέρουμ' όλοι—
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές …
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
του κάκου
→ δείτε τη λέξη μάταια |