τουκάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τουκάνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουκάν < από λέξη της γλώσσας γκουαρανί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένα τουκάν

τουκάν ουδέτερο άκλιτο

  • τροπικό πουλί της Νότιας Αμερικής με μεγάλη πολύχρωμη μύτη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]