τράβελινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράβελινγκ ουδέτερο άκλιτο
- κινηματογραφικός όρος που σημαίνει την κίνηση της κάμερας πάνω σε ράγες
- το πλάνο που επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό
- ※ Παράλληλο τράβελινγκ: η κάμερα παρακολουθεί μια κίνηση κινούμενη παράλληλα προς αυτό.. Κάθετο τράβελινγκ: κάθετη κίνηση της κάμερας, συνήθως με τη .. [1]
- ※ Ξεδίπλωσε τα γεγονότα όπως ένας προβολατζής ξετυλίγει το φιλμ από μια μπομπίνα και, σε τούτο το μακρύ τράβελινγκ (Ντζεμπέλ: Στους λόφους του Αλγερίου, Ζιλ Βενσάν, 2014)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- τράβελινκ (σπανιότερα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τράβελινγκ
|