τράβελινκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τράβελινκ < από το αγγλικό traveling

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τράβελινκ άκλιτο

Εντελώς ενστικτώδικα χρησιμοποίησα κάποτε εκείνη την τεχνική με τα μεγάλα πλάνα, τράβελινκ, πανοραμίκ που ακολουθούσαν ακατάπαυστα τους ηθοποιούς. συνέντευξη στο archive.filmfestival.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

τράβελινγκ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]