τράνζιτ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τράνζιτ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τράνζιτ
|
τράνζιτ ουδέτερο άκλιτο
|