τράος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τράος < τράγος με σίγηση ...• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράος αρσενικό, πληθυντικός τράοι
- (ιδιωματικό) ο τράγος
- ↪ αμπάδικος τράος, (τράγος χωρίς κέρατα}
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τράος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)