τρέχα γύρευε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρέχα: προστακτική του τρέχω
γύρευε: προστακτική του γυρεύω (αναζητώ, ψάχνω να βρω)

Έκφραση

[επεξεργασία]

τρέχα γύρευε

  • λέγεται για κάτι που είναι ακατανόητο ή πολύ δύσκολο να εξηγηθεί
Τρέχα γύρευε γιατί δεν θέλει να έρθει μαζί μας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]