τραβάω καζανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

τραβάω καζανάκι, πατάω καζανάκι

  1. (κυριολεκτικά) λόγω των παλαιότερων μηχανισμών καζανακιών τουαλέτας με χειρολαβή
  2. (μεταφορικά) διαγράφω οτιδήποτε ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο, ξεγράφω κάποιον ή κάτι