τραβάω καζανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τραβάω καζανάκι, πατάω καζανάκι
- (κυριολεκτικά) λόγω των παλαιότερων μηχανισμών καζανακιών τουαλέτας με χειρολαβή
- (μεταφορικά) διαγράφω οτιδήποτε ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο, ξεγράφω κάποιον ή κάτι