τρεχάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρεχάτα < τρεχάτος

Επίρρημα[επεξεργασία]

τρεχάτα

  1. τρέχοντας
  2. (συνεκδοχικά) βιαστικά


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]