τρεχάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρεχάτος | η | τρεχάτη | το | τρεχάτο |
γενική | του | τρεχάτου | της | τρεχάτης | του | τρεχάτου |
αιτιατική | τον | τρεχάτο | την | τρεχάτη | το | τρεχάτο |
κλητική | τρεχάτε | τρεχάτη | τρεχάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρεχάτοι | οι | τρεχάτες | τα | τρεχάτα |
γενική | των | τρεχάτων | των | τρεχάτων | των | τρεχάτων |
αιτιατική | τους | τρεχάτους | τις | τρεχάτες | τα | τρεχάτα |
κλητική | τρεχάτοι | τρεχάτες | τρεχάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρεχάτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
τρεχάτος, -η, -ο
- αυτός που βιάζεται και πάει γρήγορα κάπου
- τρεχάτο σε βλέπω σήμερα! έχεις πολλή δουλειά;
- του τρεχάτου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε, (Στάθης Ψάλτης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρεχάτος
|