τροφοδότησης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τροφοδότησης θηλυκό
- γενική ενικού του τροφοδότηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τροφοδοτήσεως (λόγιο)
τροφοδότησης θηλυκό