τροφοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροφοδότηση | οι | τροφοδοτήσεις |
γενική | της | τροφοδότησης* | των | τροφοδοτήσεων |
αιτιατική | την | τροφοδότηση | τις | τροφοδοτήσεις |
κλητική | τροφοδότηση | τροφοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τροφοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροφοδότηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τροφοδοτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροφοδότηση