τσάτρα πάτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσάτρα πάτρα < μεσαιωνική ελληνική τσάταλα πάταλα < σάταλα πάταλα (λόγια που είναι ασαφή και λίγο τραυλά)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τσάτρα πάτρα τσάταλα πεπλασμένη λέξη για να ομοικαταλήξει με το πάταλα <πάταλλον:[1]= παλούκι (ανάκατα:

  1. (για γλώσσα) που δεν μιλιέται σωστά επειδή είναι λίγο γνωστή στον ομιλητή
    ευτυχώς η γυναίκα μου μίλαγε τσάτρα πάτρα τα τούρκικα και μπορέσαμε να ξεμπλέξουμε κάποια στιγμή
  2. (κατ’ επέκταση) που είναι κακοφτιαγμένο, προχειροφτιαγμένο, φτιαγμένο βιαστικά και άκομψα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Λουκιανός «Ουδέ πάσσαλον καταλιπείν μοι»