Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσαμπουνίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσαμπουνίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαμπουνίζω < τσαμπούν(α) + -ίζω

τσαμπουνίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσαμπουνίζω < *τσαμπούν(α) + -ίζω  δείτε και τη λέξη τσαμπούρνα

τσαμπουνίζω