τσαμπουνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαμπουνίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαμπουνίζω < τσαμπούν(α) + -ίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]τσαμπουνίζω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσαμπουνάω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τσαμπούνα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσαμπουνίζω | τσαμπούνιζα | θα τσαμπουνίζω | να τσαμπουνίζω | τσαμπουνίζοντας | |
β' ενικ. | τσαμπουνίζεις | τσαμπούνιζες | θα τσαμπουνίζεις | να τσαμπουνίζεις | τσαμπούνιζε | |
γ' ενικ. | τσαμπουνίζει | τσαμπούνιζε | θα τσαμπουνίζει | να τσαμπουνίζει | ||
α' πληθ. | τσαμπουνίζουμε | τσαμπουνίζαμε | θα τσαμπουνίζουμε | να τσαμπουνίζουμε | ||
β' πληθ. | τσαμπουνίζετε | τσαμπουνίζατε | θα τσαμπουνίζετε | να τσαμπουνίζετε | τσαμπουνίζετε | |
γ' πληθ. | τσαμπουνίζουν(ε) | τσαμπούνιζαν τσαμπουνίζαν(ε) |
θα τσαμπουνίζουν(ε) | να τσαμπουνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσαμπούνισα | θα τσαμπουνίσω | να τσαμπουνίσω | τσαμπουνίσει | ||
β' ενικ. | τσαμπούνισες | θα τσαμπουνίσεις | να τσαμπουνίσεις | τσαμπούνισε | ||
γ' ενικ. | τσαμπούνισε | θα τσαμπουνίσει | να τσαμπουνίσει | |||
α' πληθ. | τσαμπουνίσαμε | θα τσαμπουνίσουμε | να τσαμπουνίσουμε | |||
β' πληθ. | τσαμπουνίσατε | θα τσαμπουνίσετε | να τσαμπουνίσετε | τσαμπουνίστε | ||
γ' πληθ. | τσαμπούνισαν τσαμπουνίσαν(ε) |
θα τσαμπουνίσουν(ε) | να τσαμπουνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσαμπουνίσει | είχα τσαμπουνίσει | θα έχω τσαμπουνίσει | να έχω τσαμπουνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσαμπουνίσει | είχες τσαμπουνίσει | θα έχεις τσαμπουνίσει | να έχεις τσαμπουνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσαμπουνίσει | είχε τσαμπουνίσει | θα έχει τσαμπουνίσει | να έχει τσαμπουνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσαμπουνίσει | είχαμε τσαμπουνίσει | θα έχουμε τσαμπουνίσει | να έχουμε τσαμπουνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσαμπουνίσει | είχατε τσαμπουνίσει | θα έχετε τσαμπουνίσει | να έχετε τσαμπουνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσαμπουνίσει | είχαν τσαμπουνίσει | θα έχουν τσαμπουνίσει | να έχουν τσαμπουνίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαμπουνίζω
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαμπουνίζω < *τσαμπούν(α) + -ίζω → δείτε και τη λέξη τσαμπούρνα
Ρήμα
[επεξεργασία]τσαμπουνίζω
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)