τσικ του τσικ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσικ του τσικ < (άμεσο δάνειο) αγγλική cheek to cheek· κυριολεκτικά: μάγουλο με μάγουλο
Επίρρημα[επεξεργασία]
τσικ του τσικ
- πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, αγκαλιασμένοι τρυφερά, με ενωμένα τα μάγουλα· (κατ’ επέκταση) η διαδικασία του φλερταρίσματος, η ερωτοτροπία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσικ του τσικ