τσουτσουρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουτσουρώνω < λείπει η ετυμολογία (ίσως από τη λέξη τσουτσούνι, ίσως από αλβανικά çuçurimë)

Ρήμα[επεξεργασία]

τσουτσουρώνω

  1. (ιδιωματικό) (λαϊκότροπο) ανατριχιάζω, αναριγώ
  2. (ιδιωματικό) (λαϊκότροπο) ερεθίζομαι
  3. (ιδιωματικό) (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) αγριεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]