υπερακοντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερακοντίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερακοντίζω

  1. υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερτερώ
    η ανεργία υπερακοντίστηκε

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]