υπερεκτιμήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπερεκτιμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερεκτιμώ
- θα υπερεκτιμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερεκτιμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπερεκτιμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερεκτίμηση