υπερεπαρκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]υπερεπαρκώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερεπαρκώ | υπερεπαρκούσα | θα υπερεπαρκώ | να υπερεπαρκώ | υπερεπαρκώντας | |
β' ενικ. | υπερεπαρκείς | υπερεπαρκούσες | θα υπερεπαρκείς | να υπερεπαρκείς | (υπερεπάρκει) | |
γ' ενικ. | υπερεπαρκεί | υπερεπαρκούσε | θα υπερεπαρκεί | να υπερεπαρκεί | ||
α' πληθ. | υπερεπαρκούμε | υπερεπαρκούσαμε | θα υπερεπαρκούμε | να υπερεπαρκούμε | ||
β' πληθ. | υπερεπαρκείτε | υπερεπαρκούσατε | θα υπερεπαρκείτε | να υπερεπαρκείτε | υπερεπαρκείτε | |
γ' πληθ. | υπερεπαρκούν(ε) | υπερεπαρκούσαν(ε) | θα υπερεπαρκούν(ε) | να υπερεπαρκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερεπάρκησα | θα υπερεπαρκήσω | να υπερεπαρκήσω | υπερεπαρκήσει | ||
β' ενικ. | υπερεπάρκησες | θα υπερεπαρκήσεις | να υπερεπαρκήσεις | υπερεπάρκησε | ||
γ' ενικ. | υπερεπάρκησε | θα υπερεπαρκήσει | να υπερεπαρκήσει | |||
α' πληθ. | υπερεπαρκήσαμε | θα υπερεπαρκήσουμε | να υπερεπαρκήσουμε | |||
β' πληθ. | υπερεπαρκήσατε | θα υπερεπαρκήσετε | να υπερεπαρκήσετε | υπερεπαρκήστε | ||
γ' πληθ. | υπερεπάρκησαν υπερεπαρκήσαν(ε) |
θα υπερεπαρκήσουν(ε) | να υπερεπαρκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερεπαρκήσει | είχα υπερεπαρκήσει | θα έχω υπερεπαρκήσει | να έχω υπερεπαρκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερεπαρκήσει | είχες υπερεπαρκήσει | θα έχεις υπερεπαρκήσει | να έχεις υπερεπαρκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερεπαρκήσει | είχε υπερεπαρκήσει | θα έχει υπερεπαρκήσει | να έχει υπερεπαρκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερεπαρκήσει | είχαμε υπερεπαρκήσει | θα έχουμε υπερεπαρκήσει | να έχουμε υπερεπαρκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερεπαρκήσει | είχατε υπερεπαρκήσει | θα έχετε υπερεπαρκήσει | να έχετε υπερεπαρκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερεπαρκήσει | είχαν υπερεπαρκήσει | θα έχουν υπερεπαρκήσει | να έχουν υπερεπαρκήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερεπαρκώ
|