υπερεπαρκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερεπαρκώ < υπερ- + επαρκώ

υπερεπαρκώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]